Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΑΝΑΓΚΗ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ (ποιος θα την κάνει;)




Τούτες τις μέρες δε μπορώ να ησυχάσω και δυσανασχετώ. «Νοιώθω κάτι σαν πόνο, στην καρδιά στο μυαλό…..» Κάτι σαν θλίψη ή και χαρά.  Επιστροφές κάνω στο παρελθόν, ποιήματα και κείμενα ξαναξεσκονίζω κι με ονείρατα παράξενα ταξιδεύω.
Νοιώθω το τέλος να πλησιάζει. Όχι βέβαια το δικό μου. 

Φταίει σίγουρα το νταβαντούρι της προεκλογικής περιόδου.
Με όλες  τις   «προεκτάσεις. …..
αυτή η γοητευτική ασάφεια που υποβάλλει,
 δεύτερα πλάνα και απρόσμενες προοπτικές,
 που θέτει θέματα ερμηνείας, συζητήσεων
υποδηλώνει δομές και αποκαλύπτει ουσίες.» (1)

 Φταίει ίσως και η απέραντη αγαλλίαση που με διακατέχει ,αφού πλέον μπορούμε να δανειζόμαστε ελεύθερα από τις αγορές. Είναι βλέπετε το προωθούμενο νέο όραμα για τις νέες γενιές: να μπορούν να δανείζονται. Αυτό θα πει ελευθερία. Και ας μας κλέβουν τους μισθούς και τις συντάξεις μας για να τα μοιράζουν σε υποψήφια θύματά τους. ΚΙ ας μοιράζουν ψεύτικα λαχεία για μελλοντικές κληρώσεις.

Φταίει βέβαια και η άνοιξη που με παρασέρνει. Όπου μου θυμίζει συχνά  πως, τέτοιες μέρες,  ένας θάνατος μετράει πολύ. Μέχρι «χίλιες φορές». 

Παρακολουθώ τον επερχόμενο θάνατο του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Πασχίζουν, με κάθε τρόπο,  να το κρατήσουν στη ζωή οι κάθε είδους παρατρεχάμενοι  κηδεμόνες του.  Και το κάνουν όχι γιατί το σέβονται και το πονούν. Εξάλλου ποτέ δεν το σεβάστηκαν.  Το κάνουν γιατί το τέλος του, θα σημάνει και το δικό τους τέλος. 

Γεννήθηκε στις τρεις του Σεπτέμβρη του ’74, Ήταν ένας ερχομός που πολλοί τον περίμεναν. Αναπτέρωσε ελπίδες για αλλαγή στη ζωή μας. Για καλύτερες ημέρες.
Έκανε συγκρίσιμα πολλά πράγματα, φαινομενικά ξένα μεταξύ τους.
Αρχίσαμε να αναπλάθουμε τον εαυτό μας, σύμφωνα με τα όνειρά μας. Όνειρα δεκαετιών ανεκπλήρωτα.
Ο δημιουργός του ήταν ένας μεγάλος  «καλλιτέχνης», σε διαρκή αναζήτηση πηλού.  Αμφιλεγόμενος για αρκετούς. Αλλά μεγάλος για τους περισσότερους. 

Πέρασαν τα χρόνια και το τότε παιδί, ενηλικιώθηκε, μεγάλωσε, μεσουράνησε, γέρασε κι αρρώστησε βαριά. Ανέλαβαν άλλοι την κληρονομιά και την κηδεμονία του. Θλιβερά υποκατάστατα ερίζουν πάνω από το επερχόμενο πτώμα. Το κρατούν με κάθε μέσο στη ζωή. Κάνουν ό,τι μπορούν, παρόλο που το τέλος είναι τόσο βέβαιο.  Δεν έχει σημασία γι αυτούς  η ηθική και η νομιμότητα, που ποτέ δε διέθεταν σε επάρκεια. Εμπορεύονται ιδέες που ποτέ δε πίστεψαν, ξεθάβουν νεκρούς που ποτέ δεν έκλαψαν, καθυβρίζουν τους διαφωνούντες, αλλάζουν σημαίες.
Το σύνθημα «ο Λαός δεν ξεχνά……» το μετέτρεψαν στο «ο Λαός πρέπει να ξεχνά….»
Μοιάζουν με εκείνους  που κρατούν τον συγγενή τους με τεχνητά μέσα στη ζωή, για να καρπούνται τη σύνταξή του και την όποια κληρονομιά του.

Κάπου εκεί, τον τελευταίο καιρό, άρχισε να ξυπνάει από το βαθύ ύπνο του ο κληρονόμος. Ο γιός του μεγάλου ιδρυτή.
Τον θορύβησαν ίσως τα κακά μαντάτα. Είδε πως κατάντησε το πάλε ποτέ κραταιό δημιούργημα του πατέρα του. Πως το κατάντησαν δηλαδή.
Και κάποια ημέρα, θα του μύρισε λιβάνι φαίνεται, έβγαλε μια κραυγή:
« Ποιος γέμισε
 το σπίτι μου σταυρούς;
ποιος κρέμασε
 καντήλια στο ταβάνι;»  . (2)
Μετά σταμάτησε , δεν τον ξανακούσαμε άλλο. Ποιος ξέρει τι όνειρα βλέπει και τι σκέφτεται να πράξει. Αν ποτέ μπορούσε να σκεφτεί.
Όμως το μόνο που του μένει να κάμει είναι να αναλάβει αυτός την ευθύνη της ευθανασίας.
Να «σκοτώσει» ο ίδιος το μεγάλο δημιούργημα του πατέρα του. Να μην  αφήσει να το εξευτελίζουν  περισσότερο.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρέπει να πεθάνει, σαν άλλη Κλυταιμνήστρα , από το παιδί του. Αυτό πρέπει να το κάμει ένας Παπανδρέου. Δηλαδή ο  Γιώργος.
Να υπογράψει το τέλος. Να αποχαιρετίσει  με αξιοπρέπεια και θάρρος «την Αλεξάνδρεια που χάνει» . Δεν του άξιζε. Πάντως ο  ίδιος και ο πολύς κόσμος θα θυμούνται το «ταξίδι».

Πολλοί θα κλάψουν. Πρώτα ο πατέρας του. Που αν γυρνούσε και έβλεπε που το κατάντησαν το δημιουργημά του, θα φώναζε σε όσους ευθύνονται γι αυτό το κατάντημα, σε όλα τα κάθε είδους λαμόγια, με εκείνη τη βραχνή,  ξεχωριστή φωνή, όπως τότε… στις εξέδρες και τις πλατείες, με τις λαοθάλασσες του κόσμου….
 Ε!!!,  εσείς , « αυλικοί,
 άθλια και  καταραμένη ράτσα!
Σε ποια τιμή πουλήσατε το βιός μου;»(3)  
 Και κάτω ο Λαός , ο προδομένος, με απέραντη  θλίψη, σαν άλλος βασιλιάς Ληρ που έπρεπε να γεράσει για να φρονιμέψει,   θα θυμίζει τραγουδώντας  προς όλους αυτούς τους λαμογιο-αυλικούς:   
«Γλύψατε πιάτα έναν καιρό
και τώρα στο Λαό τα παρατάτε.
Τα παπούτσια σας ελιώσαν στο χορό
ξυπόλητοι πια πάτε» .

(1) Μ. Αναγνωστάκη: «Κριτική»
(2) Ζαχ. Στουφή : «ονειροπληξία»
(3) Βερντι:  Ριγκολέτο, πράξη 2η 

Θ. Πομόνης
Απρίλης 2014

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Το αφεντολόι της Ζακύνθου και οι «παλιές καλές μέρες»




Αιτία για τις σκέψεις και προβληματισμούς που παρακάτω παραθέτω, στάθηκε η ολιγόμηνη παραμονή στη Ζάκυνθο για δουλειά κάποιου φίλου. Ενός αξιόλογου ανθρώπου από την «άλλη Ελλάδα», που γνώριζε πολύ καλά τα του τόπου μας, την ιστορία μας, την κουλτούρα μας. Που γνώριζε όλους τους αξιόλογους ζακυνθινούς του πνεύματος και όχι μόνο. Που θαύμαζε το Σολωμό και δήλωνε φανατικός θαυμαστής του Κάλβου.
- Ευτυχώς που είμαστε και εμείς οι «ξένοι», όπως συνηθίζετε να μας ονομάζετε, και κρατάμε ψηλά στη συνείδηση των Ελλήνων το έργο του Κάλβου, μου έλεγε συχνά. Γιατί είμαι βέβαιος πως αν πάρουμε δυο ίσα δείγματα πληθυσμών, ένα από ζακυνθινούς και ένα από άλλο μέρος της Ελλάδας και τους ρωτήσουμε να μας πούνε δυο λόγια για τον Κάλβο, λυπάμαι που το λέω αλλά θα βρεθείτε, οι Ζακυνθινοί, σε πολύ μειονεκτική θέση. Για να μη μιλήσω για τον Τερτσέτη ή το Φώσκολο.
- Και τους άλλους επιφανείς Ζακυνθίους δηλαδή, τον διέκοπτα  σαν ήθελα να τον εκνευρίσω.
Τότε ήταν που άρχιζε ο χειμαρρώδης λόγος του, απλός με επιχειρήματα και πολλά προς εμένα ερωτήματα.
- Καλά φίλε μου, με ρωτούσε όλο απορία,  για ποιους επιφανείς Ζακυνθινούς μιλάτε; Μήπως για τον Τερτσέτη που έσωσε  κάποτε την τιμή του Ελληνικού Έθνους, δείχνοντας τι θα πει ελεύθερος νους και ανθρώπινη αξιοπρέπεια;
Μήπως για τον Φώσκολο πούχε μάνα Ζακυνθινιά, Πηγαδακιώτισσα, που βοήθησε τον Κάλβο στα δύσκολά του χρόνια, που τίμησε τον τόπο σας, αλλά εσείς επιδεικτικά και εγκληματικά τον ξεχνάτε; Μήπως το Λομβάρδο, τον Ταβουλάρη, το Ζώη, τον  Κονόμο, αυτούς  που αντιστάθηκαν σε καταχτητές παίζοντας τη ζωή τους κορώνα-γράμματα, ή κάποιον άλλον τέλος πάντων σπουδαίο πατριώτη Ζακυνθινό των τελευταίων 100 χρόνων;
Όχι φίλε μου. Εσείς οι Ζακυνθινοί όταν αναφέρεστε σε επιφανείς Ζακυνθινούς συνήθως τους αφεντάδες έχετε στο νου σας.
Για πές μου όμως, αλήθεια, τι έχουν προσφέρει όλοι αυτοί στον τόπο τους; Εδώ γέμισαν οι δρόμοι από ονόματά  τους, φέρει ειπείν, κάνατε μουσεία με τις οικοσκευές τους, διαφημίζετε τ’ αρχοντόσπιτά  τους, καμαρώνετε για τα «καζίνο» τους, διαλαλείτε τα καμώματά τους.
Και επιμένω να μου πεις εσύ ή κάποιος άλλος: Τι έχουν προσφέρει όλοι αυτοί στη Ζάκυνθο;;;     
                                                            *
Εκεί είναι που έμενα σύξυλος. Όχι μόνο διότι στερούμε ισχυρών επιχειρημάτων περί του αντιθέτου, αν και έχω στη βιβλιοθήκη μου όλα σχεδόν τα βιβλία του Δ. Ρώμα και πάνω από μια φορά διαβάσει, αλλά είχα να κάνω και με σοβαρό συνομιλητή, ο οποίος κατάγεται από τόπο που έβγαλε πλήθος ευεργετών.
Δεν είχε όμως καθόλου άδικο ο φίλος μου.
Όλο αυτό το αρχοντολόι της Ζακύνθου ρούφηξε το αίμα του λαού μας, για να κάμει τον δικό του πλούτο, που τον ξόδεψε αποκλειστικά για πάρτη του.
Δεν ήταν σαν τους άλλους πλούσιους Έλληνες της άλλης Ελλάδας. Υπήρχαν βέβαια και εκεί τα πλούσια και μεγάλα σόγια, που οι περισσότεροι όμως ήταν αυτοδημιούργητοι.
Τοσίτσας, Χατζηκώνστας, Καπλάνης, Ζωσιμάδες και τόσοι άλλοι. Μπορεί να ήταν πλούσιοι, αλλά φρόντιζαν για τον τόπο τους, για τη πατρίδα τους. Με έργα, όχι με κούφια λόγια και ανούσιες μπαρτζολέτες.
Ονειρεύτηκαν, αυτοί οι ευεργέτες, σχολεία, βιβλιοθήκες, νοσοκομεία, γηροκομεία. Πίστευαν στην πατρίδα τους, πονούσαν το Λαό της, αγαπούσαν τους ανθρώπους.
Και όταν τους δόθηκε η ευκαιρία, πρόσφεραν στον τόπο τους.
Φρόντισαν να μορφωθούν τα παιδιά του φτωχού Λαού σε σχολεία που έχτισαν, να βρουν φροντίδα τα ορφανά στα ορφανοτροφεία και οι ανήμποροι απόκληροι της ζωής στα γηροκομεία που δημιούργησαν, να σπουδάσουν οι νέοι στα πανεπιστήμια.

Εδώ στη Ζάκυνθο, κανένας τους, από όλο γενικά το αρχοντολόι, δεν πρόσφερε τίποτα στον τόπο μας. Ό,τι ελάχιστο πρόσφεραν, κυρίως τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην άλλη Ελλάδα, το έπρατταν από  ιδιοτέλεια, για να διαφυλάξουν τα πλούτη και τα προνόμιά τους, που θα τα έχαναν αν ο Τούρκος πατούσε το νησί μας.
Ένα απόλυτο μηδενικό η προσφορά τους. Μόνο κακό έκαναν στον τόπο.
Έμεναν εκτός Ζακύνθου τον περισσότερο καιρό και έρχονταν στο νησί για να εισπράξουν και να τους υποβάλλουν οι ποπολάροι τα σέβη τους.
Στην άλλη Ελλάδα οι προύχοντες είχαν κάτι κοινό με τους υπόλοιπους ραγιάδες.  Γλένταγαν μαζί τους στις γιορτές, είχαν κοινή θρησκεία, είχαν κοινό καταχτητή τον Τούρκο και μίλαγαν την Ελληνική γλώσσα.
Εδώ οι αφεντάδες, όλοι ανεξαιρέτως, θεωρούσαν τον τόπο τους ως τόπο προσκυνήματος της μεγαλειότητάς  τους από τον κοσμάκη. Έναν κόσμο που υποτιμούσαν, χλεύαζαν, αδικούσαν. Ούτε τη γλώσσα τους, την Ελληνική, δεν τιμούσαν στις συζητήσεις τους. Παρίσταναν τους θεοσεβούμενους, μα δεν είχαν το Θεό τους. Εμπορεύτηκαν τα ιερά και όσια. Δε δούλεψαν, αλλά κατέστρεψαν, βεβήλωσαν, λήστεψαν, πρόσβαλλαν, απαξίωσαν, ειρωνεύτηκαν, γκρέμισαν, πρόδωσαν τον τόπο τους. Και καθόριζαν πολλές φορές την τύχη μας από τα σαλόνια των Αθηνών, όπως συνέβη στην ανοικοδόμηση της μετασεισμικής Ζακύνθου, προσποιούμενοι πως αγαπάνε το νησί και φροντίζουν για το καλό μας.
                                                          *
Τέτοιες συζητήσεις έκανα με το φίλο μου και παρόμοιες σκέψεις πέρναγαν στο μυαλό μου.
Σαν έφυγε κάποτε από το νησί, του έκανα δώρο το βιβλίο του Άγγελου Σουμάκη  «Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων», που περιγράφει τα γεγονότα εκείνης της επανάστασης, μα ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν αφού το δέχτηκε με ευγένεια και με ευχαρίστησε, μου έκαμε γνωστό πως το έχει διαβάσει και αυτό το βιβλίο.
                                                       *
Τώρα σκέφτομαι ακόμα τις ακούραστες εκείνες πολύωρες συζητήσεις.
Και οργίζομαι, όταν κάποιοι θεωρούν πως όλοι οι ζακυνθινοί, κυρίως οι νέοι μαθητές, πρέπει να επισκέπτονται και να θαυμάζουν τα διάφορα μουσειακά εκθέματα του παλιού- αρχοντολογιού της Ζακύνθου και που κακολογούν εμάς τους εκπαιδευτικούς που δεν πηγαίνουμε τους μαθητές μας εκεί για να τα «θαυμάσουν».
Που, γι αυτούς, παλιά Ζάκυνθος, Ζακυνθινή κουλτούρα, ήθη, έθιμα, συμπεριφορές, πολιτισμός, είναι ό,τι έχει σχέση με τους αφεντάδες.
Που χωρίς αυτούς δεν έχουμε λόγο πολιτιστικής (και όχι μόνο ;) ύπαρξης.
Και οργίζομαι διπλά, κι είναι η αφορμή για τούτες τις γραμμές, όταν από τα μεγάφωνα της πόλης, σήμερα τον 21ο αιώνα και την περίοδο των απόκρεω, με στόμφο διαλαλούνται και παρουσιάζονται συνήθειες και καμώματα εκείνου του καιρού, που για 300 περίπου χρόνια είμαστε υπόδουλοι στους Βενετσιάνους και τους αφεντάδες συμμάχους τους, και προτρέπονται οι Ζακυνθινοί  (από ποιους αλήθεια ;) να διασκεδάσουμε, καρναβάλι που είναι, να ευθυμήσουμε και :  «να θυμηθούμε εκείνες τις παλιές καλές μέρες»……………
Τρομάρα μας!!!.
Θοδωρής Πομόνης / Κάτω Γερακαριό

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Για το αφεντολόι της Ζακύνθου



Προ ημερών, μέσα από τις σελίδες του «Ερμή» και με τον  τίτλο «Το αφεντολόι της Ζακύνθου και οι παλιές καλές μέρες», είχα εκφράσει τις απόψεις μου σχετικά με τα πεπραγμένα του αρχοντολογιού της Ζακύνθου και τα δεινά που προξένησαν στον τόπο μας. Παράλληλα διατύπωσα τη δυσαρέσκειά μου γιατί κάποιοι συμπολίτες μας, σήμερα, αναπολούν και αναπαράγουν εκείνες τις «παλιές καλές ημέρες».
Κάποιοι όμως μου τηλεφώνησαν ή με συνάντησαν στο δρόμο και μου εξέφρασαν τις δικές τους αντιρρήσεις στα λεγόμενά μου. Πως κατηγόρησα δηλαδή υπέρμετρα και άδικα τους αφεντάδες, πως αυτά τα λέω μόνο εγώ, πλάθοντάς τα κατά βούληση και άλλα παρόμοια.
Άλλοι πάλι εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για ό,τι διάβασαν και μάλιστα με προέτρεψαν να γράψω περισσότερα. Γιατί είναι το υπό συζήτηση θέμα ένα από τα πολύ σημαντικά στοιχεία της ιστορίας μας, που έχει στο σύνολό του διαστρεβλωθεί μετά από μεθοδικές και επίμονες ενέργειες μερίδας συμπολιτών μας.
Απαντώντας λοιπόν σε όλες αυτές τις αιτιάσεις, μέσα από τις φιλόξενες και με ποιοτικό περιεχόμενο σελίδες του «Ερμή», παραθέτω τις απόψεις άλλων, Ζακυνθίων  επιφανών, σχετικά με το βίο και την πολιτεία αυτής της φάρας.
1. Ο Μαρτελάος ο οποίος, αν και ευγενής Ζακύνθιος, είδε τα κακώς κείμενα και με θάρρος τα στηλίτευσε στο ποίημα του με τίτλο «το χρυσό βιβλίο», από οποίο αντλώ λίγους στίχους (με τη δική τους ορθογραφία):
….«δεν μπορεί ανθρώπου γλώσσα, να ειπή  τι  συφοραίς,
εγεννούσαν των αρχόντων, η κλεψιαίς και αδικιαίς.
Ανθρωπόμορφα θηρία, που λεγόστε Χριστιανοί
στα κεφάλια σας να πέσει, όλη του Θεού η οργή»……
2. Ο παπά Κουτούζης με καυστικά λόγια διακωμωδούσε τα αίσχη των αρχόντων. Από ένα εκ των  ποιημάτων του που γράφτηκε γύρω στο 1800, με τίτλο «το παράπονο του Λαού», παραθέτω κάποια αποσπάσματα:
« Ω Ζεύ, ως καθώς θορώ, ύπνος επλάκωσέ σε
βαρύς, και έκαμέ σε οκνόν και αμελή…..
…..Και αυτούς που σε υβρίζουν, εσύ δεν τους εγγίζεις
πτωχόν τον αφανίζεις, για μια μικρή αφορμή.
Τους γίγαντες ετότες, δίκαια επεδεψές τους
και εκατάκαψές τους με τόσας αστραπαίς.
Τώρα για ποιάν αιτία, ετούτους τους βασταίνεις
στον κόσμον, και υπομένεις ταις τόσες αδικιαίς;
Και δε ρίχνεις φωτία όλους να τους εκάψης,
την πτώχια ν’ αναπαύσης από ταις δυστυχιαίς. ……
….Εσύ π’ όλα σκοπεύεις τα κρύφια της καρδίας
ο γένος τζή αδικίας μην θες να πάη εμπρός.
Αλλά ξολόθρευσέ τους! Να ιδής την γην ν’ ανθίση
κι οπίσω να γυρίση αιώνας ο χρυσός.
3. Μεταξύ των πολλών πηγών που υπάρχουν, θα ήταν σοβαρή παράληψη να μην αναφερθώ στον Κωνσταντίνο Σάθα, όπου το 1867, δηλαδή 3 χρόνια μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, στο βιβλίο του με τίτλο «το εν Ζακύνθω αρχοντολόγιον και οι ποπολάροι», αναφέρεται στους λεγόμενους αφεντάδες της Ζακύνθου, όπου με τα μελανότερα χρώματα τους «στολίζει».
Σταχυολογώ κάποιες γραμμές από το παραπάνω βιβλίο (ο αναγνώστης μπορεί να το βρει σε ηλεκτρονική μορφή στις εκδόσεις του πανεπιστημίου Κρήτης).
«Εν Επτανήσω, απεναντίας με την άλλη Ελάδα όπου υπήρχε η ελευθέρα επιλογή των κατά τόπους Δημογερόντων, η ξενοκρατεία εδημιούργησε τους λεγόμενους ευγενείς και το επείσακτον τούτο του φραγκικού τιμαριωτισμού εξάμβλωμα έκτοτε μετεφυτεύθη μεθ’ όλων των παρακολουθούντων κακών εις τας Ιονίους νήσους………
Εν Ελλάδι και δημογέροντες και λαός αδιακρίτως εκαλούντο ραγιάδες, εν δ’ Επτανήσω ο λαός υπό μεν της ξενοκρατείας εκαλείτο σούδιτος, υπό δε του αρχοντοογίου πλέμπα,
ποπολάρος, τσιούρμα».
Και συνεχίζει παρακάτω: ….. οι δημογέροντες … συνετέλεσαν εις την ίδρυσιν των απανταχού σχολείων … εις δε τας κατά καιρούς εθνικάς αποπείρας προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού παρουσιάζοντο πρωτεπαναστάτες.
Εν Επτανήσω τουναντίον οι άρχοντες ιδίαν αποτελούντες τάξιν, ουδεμίαν μετά του λαού είχο συνάφειαν, … περιφρονούντες και αυτήν την εθνική γλώσσαν (γλώσσαν των ποπολάρων), … και την πάτριον θρησκείαν εξώμνυον.
Ελάμβανον δε προνόμια, και ιδίως το του ιερού ασύλου (sacro asilo), δυνάμει του οποίου, πας κακούργος επικαλούμενος την προστασίαν του προνομιούχου άρχοντος, καθίστατο ακαταζήτητος. Εντεύθεν επήγασε και το εν Ζακύνθω … στυγερόν της δολοφονίας επιτήδευμα. Οι ευγενείς ούτοι περιστοιχούμενοι εξ αφωσιωμένων ποπολάρων (μπράβων) εξετέλουν δι αυτών τας μυσαράς εκείνας εκδικήσεις, αίτινες επί τοσούτον αμαυρόνουσι τα χρονικά της ωραίας ταύτης νήσου. Μετά φρίκης αναπολεί έτι ο λαός τα, επί της κατοχής των δημοκρατικών Γάλλων, ανοιχθέντα υπόγεια των αρχόντων, εις τα οποία ευρέθησαν αλυσσωμένοι σκελετοί, και σωροί ανθρωπίνων κοκκάλων.
Μετά την πανηγυρικήν πυρπόλησιν της Χρυσοβίβλου ( libro doro) οι άρχοντες απεκδυθέντες της εξουσίας, …… καταλαβόντες τας δημοσίους θέσεις .. μισθούς υπερόγκους λαμβάνοντες,  κατατυράνουν τους ποπολάρους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την αυτήν απαιδευσίαν. Ως επίσημον δε γλώσσαν παραδεχθέντες και τότε την Ιταλικήν , επειδή αύτη ανεπόλει τους ευτυχείς εκείνους χρόνους της Ενετοκρατίας, εδίκαζον τον ποπολάρον εις γλώσσαν την οποίαν δεν εννόει.

4.  Ο κόντε Παύλο Μερκάτι, κατά το έτος 1811,  στην ιστορική και στατιστική πραγματεία για την πόλη και τη νήσο της Ζακύνθου (που επανεκδόθη το 2002 από τις εκδόσεις τρίμορφο), αναφέρει τον ερχομό αρχικά και την αποχώρηση κατόπιν των Γάλων πρώτα και των Άγγλων κατόπιν , με έναν τρόπο που δεν επιδέχεται καμιά παρερμηνεία. Παραθέτω λίγα αποσπάσματα από το προαναφερθέν βιβλίο:
 «τότε το νησί  υποτάχτηκε ….. στη Γαλλική δημοκρατία, η οποία διορίζοντας και δωροδοκώντας έναν όχι μικρό αριθμό οπαδών της έριξε τους πρώτους σπόρους εκείνης της μοιραίας ασυδοσίας, που έπιασε βαθιές ρίζες. …..  η Επτανησιακή κυβέρνηση διήρκησε μέχρι το έτος 1807 με  τον νέο ερχομό των Γάλλων, από την κατοχή των οποίων αυτό το νησί απελευθερώθηκε, κατά διαταγή της Αυτού Εξοχότητος του Ανωτάτου Διοικητού των δυνάμεων της Μεσογείου Σερ Τζον Στιούαρτ, χάρη στα ένδοξα όπλα της Α. Βρετανικής Μεγαλειότητος, υπό τη διοίκηση της Αυτού Εξοχότητος του Στρατηγού  Όσβαντ, την αλησμόνητη εκείνη ημέρα της 20ης Σεπτεμβρίου του έτους 1809».
Βλέπετε πως, με τέτοιο γλοιώδη τρόπο μόνο το αρχοντολόι της Ζακύνθου μπορούσε να εκφραστεί.  [Και εμείς οι δύστυχοι σύγχρονοι, αγάλματα σ’αυτούς κάνουμε, στα μουσεία μας τους βάνουμε, με τα δικά τους ονόματά τους δρόμους μας βαφτίζουμε, ενώ διαθέτουμε πονηρούς, τρελούς ή άσχετους ανθρώπους, καλιώρα όπως κάποιοι αποτυχημένοι πολιτικοί, που μιλάνε για την υπεροχή της Επτανησιακής κουλτούρας, έναντι αυτής των γειτόνων μας της άλλης Ελλάδας. Γιατί είναι βλέπετε φαινόμενα των καιρών, όπως λέει και ο Σαίξπηρ στο «βασιλιά Ληρ», να προσπαθούν να καθοδηγήσουν οι τρελοί τους τυφλούς].  
Η παράθεση όμως παρεμφερών κειμένων για τον προδοτικό και καταστροφικό  ρόλο των αφεντάδων στα πάσης φύσεως δρώμενα του νησιού μας, δεν έχει τελειωμό.
Εγώ, τι άλλο να πω; Μόνο τη δόκησή μου καταθέτω, πάντα κυκλοδίωκτος από το πνεύμα του Κάλβου, ο οποίος σίγουρα θα είχε στο νου του, και τους αφεντάδες της γης που τον γέννησε, σαν έγραφε τους παρακάτω στίχους:
 «Αν οπόταν πεθαίνει
πονηρός βασιλεύς
έσβην’ η νύχτα εν’ άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
                   ουράνια φώτα».

Υ.Γ. Πιστεύω πως παραγέμισαν οι δρόμοι μας με τα ονόματα των αφεντάδων του καιρού εκείνου και κάποιες από αυτές τις ονομασίες πρέπει να αλλάξουν.

Θοδωρής Πομόνης

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Ήταν ο Σαίξπηρ μορφωμένος;


Αφορμή για τούτες τις γραμμές στάθηκε μια ενδιαφέρουσα αναφορά για τον Σαίξπηρ, που έγινε σε πρόσφατο ένθετο του «ΕΡΜΗ». Αναφορά δηλαδή σε διάφορους Σαιξπηρολόγους, που μας ταλανίζουν με τις ανοησίες τους. Ότι δηλαδή πολύ λίγα ξέρουμε για τον Άγγλο ποιητή, ότι ίσως κάποιος άλλος να έγραψε τα υπέροχα έργα, που ήταν σπουδαγμένος και ευγενής, πράγματα που δεν υπήρχαν στον Σαίξπηρ του οποίου, όπως έλεγαν, ούτε η καταγωγή ούτε η μόρφωσή του ήταν τέτοια (;) έτσι ώστε να δικαιολογούν τη μεγάλη αξία του έργου, του αποδιδόμενου σ’ αυτόν τον περίφημο θεατρικό συγγραφέα.
Πράγματι γνωρίζουμε λίγα για τη ζωή του Σαίξπηρ. Σταχυολογούμε μερικά:
* Ο πατέρας του είχε ξεπέσει οικονομικά και κοινωνικά , ο δε γιος του τον βοήθησε για κάποιο διάστημα κάνοντάς του θελήματα.
* στα δέκα οχτώ του χρόνια (1582) παντρεύεται μια γυναίκα, την Άννα, που ήταν κοντοχωριανή του αλλά και δέκα χρόνια μεγαλύτερη, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.
* κάπου εκεί, λίγο μετά τη γέννηση των παιδιών του, άφησε το Στράτφορντ όπου ζούσε και πήγε πεζός στο Λονδίνο, που την περίοδο αυτή άρχισε να απελευθερώνεται από τα μεσαιωνικά κοινωνικά δεσμά του.
* ασχολιόταν με το θέατρο, θεατρίνος, έχοντας πολυτάραχες σχέσεις με κάθε λογής ανθρώπους.
* την περίοδο της επιδημίας πανούκλας (1592), άφησε το Λονδίνο για να γλυτώσει τη ζωή του και περιπλανήθηκε για αρκετό καιρό στην επαρχία.
* συνιδιοκτήτης του περίφημου θεάτρου «σφαίρα» (1598)
* η βασίλισσα Ελισάβετ τον βοήθησε πολύ στην καριέρα του (αυλικές παραστάσεις, περιοδείες στην επαρχία και άλλα).
* λίγες εβδομάδες πριν το θάνατο της Ελισάβετ (1603) ο Σαίξπηρ, με το θίασο του λόρδου Αρχιθαλαμηπόλου, έπαιξε για χάρη της βασίλισσας, μετά από την εκφρασμένη επιθυμία της.
* σώζονται νομικά έγγραφα (γάμοι, βαφτίσια παιδιών, αναφορές άλλων σε αυτόν κ.λ.π.)
Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε και πολλά άλλα για τη ζωή του, αλλά δεν είναι ανάγκη.
Θεωρώ όμως αναγκαίο, για όποιον θέλει να μελετήσει το έργο του Σαίξπηρ, να έχει πρώτα υπόψη του τα ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά, γεωπολιτικά κ.λ.π. γεγονότα εκείνης της εποχής, όπως:
* η βία ήταν στοιχείο της ζωής στην Αγγλία κατά τον 16ο αιώνα.
* σε όλο αυτό το διάστημα δέσποζε η μορφή της βασίλισσας Ελισάβετ, μιας διορατικής προσωπικότητας, και όχι μόνο.
* την περίοδο αυτή η Αγγλία γίνεται μεγάλη δύναμη, υποσκελίζοντας τη Γαλλία και Ισπανία μετά την καταστροφή της ισπανικής αρμάδας (1588) στα στενά της Μάγχης.
* ένα χρόνο πριν (1587) αποκεφαλίζεται από τους Άγγλους προτεστάντες η ωραία Μαρία Στιούαρτ, καθολική βασίλισσα της Σκωτίας και εξαδέλφη της Ελισάβετ.
* αναπτύσσεται και οργανώνεται, υπό την κάλυψη του στέμματος, η πειρατεία, όπως και η κατασκοπεία σε επαγγελματική πλέον βάση (Ντρέικ).
* η άνοδος του ευνοουμένου της Ελισάβετ κόμη του Έσσεξ, η ανταρσία του, αλλά και η πτώση του (αποκεφαλισμός 1601).
* η διαδοχή στο θρόνο, μετά το θάνατο της βασίλισσας, του προτεστάντη Ιάκωβου, γιου της Μαρίας Στιούαρτ ( οι εγγλέζοι, πρώτα σου σκοτώνουν τη μάννα και μετά σε κάνουν βασιλιά τους )
* ο προτεσταντισμός γίνεται καθεστώς πλέον στην Αγγλία.
* Ο Σαίξπηρ ήταν τυχερός που βρέθηκε στην Αγγλία την εποχή εκείνη, αν λάβουμε υπόψη πως το πρώτο επαγγελματικό θέατρο άνοιξε στο Λονδίνο το 1576, όταν εκείνος έφτασε εκεί περπατώντας από το Στράτφορντ το 1587, και όταν λίγα χρόνια μετά το θάνατό του οι πουριτανοί έκλεισαν τα θέατρα της Αγγλ.ίας.
Για την απαρίθμηση των γεγονότων της εποχής εκείνης χρειάζονται πολλοί τόμοι βιβλίων που θα τα συμπεριλάβουν, γι αυτό αρκεστήκαμε σε μερικά.
Όλα αυτά όμως σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του Σαίξπηρ.
Γιατί όμως δεν υπάρχουν περισσότερα (;) στοιχεία για τη ζωή του;
Πιστεύω πως λόγοι μπορεί να υπάρχουν πολλοί. Χωρίς να είμαι ειδικός μελετητής της ζωής και του έργου του Σαίξπηρ, η δική μου δόκηση λέει τα εξής:
* την περίοδο που ο Σαίξπηρ άρχισε να ασχολείται με το θέατρο, ο συντηρητικός καθολικισμός είχε υπό διωγμό τους θεατρίνους και τα θέατρα, διότι μόλυναν τα χρηστά ήθη και άλλα παρόμοια. Έτσι ένας θεατρίνος, λογικό ήταν να προσέχει πολύ τη συμπεριφορά του και τις κινήσεις του για να μη δίνει στόχο σε αυτούς τους οπισθοδρομικούς και επικίνδυνους κύκλους της κοινωνίας.
* ο ποιητής και γενικά όποιος αποφασίσει να γράψει κάτι σοβαρό, όσο κοινωνικός και αν είναι, θα αναγκαστεί να κλειστεί στο σπίτι του, για να συγκεντρωθεί, να φανταστεί, να παράξει. Γιατί πάντα, και τότε και πριν και μετά, ο ποιητής είναι τελικά ένας μοναχικός και ευαίσθητος άνθρωπος. Μπορεί να κλειστεί για μέρες στο ησυχαστήριό του και να γράφει, χωρίς να έρθει σε επαφή με κανέναν.
* είναι γνωστό και εύκολα διαπιστώσιμο, πως ο Σαίξπηρ είχε μελετήσει τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων και οπωσδήποτε αυτά των τραγικών συγγραφέων, στοιχεία των οποίων βρίσκουμε στα έργα του.
*όσο για τις πολλές γνώσεις που πιστεύουν πως είχε ο ποιητής, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει Τόσα γεγονότα, τόσες περιπλανήσεις μπορεί να προσφέρουν σε έναν ευφυή άνθρωπο που παρατηρεί και επεξεργάζεται, έναν άνθρωπο με διανοητική περιέργεια, όχι μόνο ένα, αλλά πολλά πτυχία.
Ο Σαίξπηρ έζησε πολλά και έμαθε πολλά από τη ζωή. Απέκτησε εμπειρίες και βιώματα. Ανέπτυξε δημιουργική φαντασία και καλλιέργησε συνδυαστική ευρηματικότητα. Και όλα αυτά, τα μετέφερε με ζηλευτή επιτυχία στο χαρτί. Και ας μην ήταν γιος ευγενών, και ας μην είχε τη μόρφωση που πολλοί πίστευαν πως θα έπρεπε να έχει.
Απέδειξε πως και ο γόνος του αγρότη ή του εργάτη ή του εμπόρου και γενικά κάθε ταπεινού μπορεί, εφόσον έχει ταλέντο, να δημιουργήσει υπέροχα πράγματα.
Θα κλείσω τις σκέψεις μου με μια μικρή ιστορία.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, βρέθηκα στην Ακρόπολη μαζί με μαθητές Γυμνασίου, στα πλαίσια του προγράμματος μιας οργανωμένης εκδρομής.
Εκεί έτυχε να έχουμε ξεναγό μια κυρία αμόρφωτη, επηρμένη και αγενή. Νόμιζε πως αυτή έχει πολλές γνώσεις σε αντίθεση από εμάς που «είμαστε από Επαρχία», αυτή ήταν το κέντρο του κόσμου ενώ οι άλλοι απλώς πάσχιζαν να πάρουν τη θέση της. Ανέλαβε λοιπόν, αυτή η δύστυχη, την ξενάγησή μας.
Σε μια στιγμή, ενώ είμαστε μέσα στο μουσείο, σταμάτησε μπροστά από ένα έκθεμα. Ήταν λίγα κομμάτια μαρμάρου, ό,τι είχε απομείνει από ένα μαρμάρινο βόδι, που η αρχαιολογική σκαπάνη κατόρθωσε να διασώσει, τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε ένα πλαίσιο φυσικών διαστάσεων βοδιού, στον τοίχο του μουσείου.
Τότε η ξεναγός αφού κάλεσε τα παιδιά κοντά της, τους ρώτησε να της πούνε τι παριστά το έκθεμα στον τοίχο, τονίζοντας εκ των προτέρων τη σπουδαιότητα μιας τέτοιας σπουδαίας γνώσης. Τα παιδιά αλληλοκοιτάχτηκαν με απορία, ενώ ένας από αυτούς της απάντησε με περισσή φυσικότητα:
- Βόιδι είναι, βόιδι. Φαίνεται από μακρύα.
Η κυρία ξεναγός έδειξε έκπληξη από την απάντηση του μαθητή.
- Μπράβο σου παλικάρι μου, σου αξίζουν συγχαρητήρια για τις γνώσεις σου. Φαίνεται πως έχεις μελετήσει αρχαιολογία.
- Ναι έχω, της απάντησε ο μαθητής με ένα, δήθεν, βαρετό ύφος, ενώ οι άλλοι κάναμε προσπάθεια για να μη γελάσουμε.
Περιττό να σας πω, πως η υπόλοιπη ξενάγηση ήταν ένα έργο για δύο. Η ξεναγός να απευθύνεται συνεχώς προς τον μαθητή, Σώζο τον έλεγαν, για να του ζητά επιβεβαίωση των λόγων της,
“ Έτσι δεν είναι συμφωνείς, τι λες εσύ Σώζο; τον είχε ρημάξει τον άνθρωπο
και ο δεκαπεντάχρονος μαθητής να της απαντά ψύχραιμα, να κουνάει πάνω κάτω ελαφρώς το κεφάλι, με μορφασμούς των ματιών και των χειλιών του ή μικρές λέξεις του τύπου βέβαια, νομίζω, μάλλον, έτσι κ.λ.π, με ύφος σοφιστικέ, πνευματώδες και ολίγο καμακατζίδικο.

Τέλειωσε κάποτε η ξενάγηση κι εμείς αργά το μεσημέρι πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αξίζει να σας πω το τι έγινε μέσα στο λεωφορείο, όπου παίχτηκε το τελευταίο μέρος του δράματος.
Κάποιες ευφάνταστες μαθήτριες που παρίσταναν την ξεναγό, εκθειάζοντας τις ποικίλες γνώσεις του Σώζου, έκαναν στο συμμαθητή τους διάφορες απίθανες ερωτήσεις, ενώ αυτός απαντούσε ετοιμόλογα και με φαντασία, κάνοντάς μας όλους να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.

Γιατί αυτή η δύστυχη ξεναγός, που ήξερε να κάνει μόνο μια δουλειά και εκείνη λειψή, πίστευε- όπως και οι διάφοροι «ειδικοί» Σαιξπηρολόγοι που προαναφέραμε- ότι πρέπει να έχει ειδικές γνώσεις αρχαιολογίας ίσως και μεταπτυχιακές σπουδές, ένας έξυπνος μαθητής από ένα χωριό του τόπου μας, για να γνωρίζει τα αυταπόδεικτα.
Πως ένας ευφυής και με χιούμορ νέος από κάποιο χωριό της Ζακύνθου, που ζει κάθε μέρα μέσα στη φύση, πρέπει να έχει ξέχωρες γνώσεις αρχαιολογίας, πως πρέπει ίσως να έχει και μεταπτυχιακές σπουδές, για να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ένα ζώο ότι είναι βόιδι, άμα δει μόνο την ουρά του ή τη μούρη του.

Θοδωρής Πομόνης
Κ. Γερακαριό
5 Μάη 2010
                                      Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ

                                                                *

Πάλι γιορτές. Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά, άγιοι Βασίληδες, δώρα, φαγιά, γλυκά.
Ευκαιρία για τον καθένα να κάνει ότι του αρέσει περισσότερο.
Οι άντρες να ξεσκονίσουν την τράπουλα να ξενυχτίσουν στα μπουζούκια πετώντας γαρύφαλλα στην τραγουδίστρια, να ντουφεκίσουν καμιά τσίχλα στο βουνό, να δουν τις μεταμεσονύχτιες ταινίες της τηλεόρασης ή να νοικιάσουν κάνα καλό DVD από το βιντεοκλάμπ.
Κάπως τα ίδια και οι γυναίκες. Να βάλουν τη γούνα τους για να πάνε στην επίσκεψη , να μαγειρέψουν γαλόπουλο σούπα αυγολέμονο με δέκα αυγά, να πάνε στην κομμώτρια και την αισθητικό τους. Μόνο για κυνήγι δεν πηγαίνουν. Την τράπουλα όμως τη δουλεύουν κανονικά.
Τα παιδιά πάλι σκέτη αφασία. Ακούνε τους γονείς τους να γκρινιάζουν κάθε λίγο και λιγάκι ότι πρέπει να διαβάσουν για να καλύψουν στις διακοπές κάποια κενά που έχουν στην ύλη της πατριδογνωσίας, να προπονήσουν τα Αγγλο-Γαλο-Γερμανικά τους και άλλα τέτοια ηθοπλαστικά ή μάλλον σκέτο πλαστικά.
Τα παιδιά φυσικά τους γράφουν όλους κανονικά, βγαίνουν για βραδινή βόλτα μετά τις δώδεκα (τα μεσάνυχτα) και γυρίζουν στις εφτά το πρωί, βήχοντας σα γέροι από το τσιγαροξενύχτι και κοιμούνται μέχρι τις έξι το απόγευμα, ενώ τα μικρότερα μη διαθέτοντας ακόμα άδεια βραδινής εξόδου μορφώνονται δεόντως δια της τηλεοράσεως με τα επιμορφωτικά σεμινάρια της Τατιάνας, τις αναλύσεις του Τράγκα και τις αποκαλύψεις του Τριανταφυλόπουλλου.

                                                                 *
Κάποιοι άλλοι πάλι αιθεροβάμονες, ψάχνουν να βρουν κάτι από αυτά που θυμούνται από τα παιδικά τους χρόνια. Να συναντήσουν την ομορφιά, την παρέα, τη συζήτηση, τη φιλία, την αξιοπρέπεια, το ήθος, τη μπέσα, τη χαρά. Χαμένα πράματα θα πείτε αυτά από καιρό ή πολύ δυσεύρετα.
Όχι όμως ολοκληρωτικά. Τέτοια υπάρχουν αρκετά. Τα συναντάς μπροστά σου καθημερινά. Αρκεί να έχεις μάτια και αυτιά ανοιχτά για να τα αντιληφθείς.

                                                                 *
Τούτες οι μέρες, οι τελευταίες του 2006 είχαν και μια ιδιαιτερότητα. Είναι που άλλαζε η φρουρά στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Κάθε βράδυ είχαμε και από μια τελετή, με τους απαιτούμενους αγιασμούς, τις συνεντεύξεις, τις συνεστιάσεις τα λογύδρια. Να εκφωνηθούν δεκάρικοι λόγοι, πάντα με γνώμονα το καλό του τόπου (και της τσέπης), Να ακουστούν τα ίδια και τα ίδια λες και βγήκαν με καρμπόν.
“Υπαλλήλοι και Δημάρχοι ξαναμπήκανε στη μάχη,
πρόεδροι και παλικάρια, γίνανε μαλλιά κουβάρια».
Να «ξαναεπανέρχονται πάλι από την αρχή», “να τα λένε τα πράματα με τα’ όνομά τους” και να μη συμμαζεύονται με τίποτα, <ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι>.

                                                                 *
Αναμεταξύ Χριστουγέννων και πρωτοχρονιάς, μέρες γιορτινές και ταυτισμένες με τις διακοπές, βρέθηκα στον οργανισμό απασχόλησης εργατικού δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) στον τόπο μου , τη Ζάκυνθο, για κάποια δουλειά.
Είχε κόσμο που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του, ενώ οι υπάλληλοι δούλευαν ακατάπαυστα και αθόρυβα με ρυθμούς μηχανής. Έτσι που να νοιώθω κάποια ενοχή επειδή εγώ βρισκόμουν σε διακοπές και γύρισα να φύγω, να έρθω κάποια άλλη μέρα που θα γυρίσει ο χρόνος, να μην έχουν τόση δουλειά.
Εκεί με σταμάτησε ο φίλος μου ο Φρέντυ ο Αλβανός, που τον ξέρω χρόνια.
-Μιρ-μιγιές του είπα την Αλβανέζικη καλημέρα,

-Μιγιές, μου απάντησε αυτός. Τσα ντο κτου δάσκαλε, τι θέλεις εδώ, συνέχισε
προσπαθώντας να με βοηθήσει. Του εξήγησα τους λόγους της παρουσίας μου
και της και της αποχώρησής μου. Αυτός ήθελε κουβέντα και συνέχισε.
- Είμαι δέκα πέντε χρόνια στην Ελλάδα όπου είδα και έμαθα πολλά καλά και
άσχημα. Να με συμπαθάς δηλαδή αλλά στο σχολειό δεν τα λέτε τα πράγματα όλα και καθώς πρέπει. Δε με έχουν ευχαριστήσει πάντα οι Έλληνες. Μερικές φορές αναίτια. Όμως υπάρχουν αρκετοί που αξίζουν όσο χίλιοι. Αυτούς πρέπει να τους δείχνετε στα παιδιά για παράδειγμα.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Αυτός γρήγορα το αντιλήφθηκε και συνέχισε:
- Τη βλέπεις αυτή τη γυναίκα που κάθεται σε εκείνο το γραφείο με ένα σωρό
χαρτιά μπροστά της και δουλεύει συνέχεια εξυπηρετώντας και βοηθώντας τον κόσμο;
- Ποια είναι τον ρώτησα κάπως αδιάφορα χωρίς να κοιτάξω προς το γραφείο
που μου έδειχνε.
- Καλά, σοβαρολογείς; Είναι η γυναίκα του Καίσαρα και δε την ξέρεις;
Αυτή αποτελεί κάτι το ξεχωριστό. Όλες σχεδόν οι γυναίκες των διαφόρων Καισάρων, και έχετε πολλούς και εσείς, κάθονται στο σπίτι τους, ή λείπουν σε ταξίδι ή πίνουν καφέ στην καφετέρια. Με το που απέκτησαν τον πολυπόθητο τίτλο της <Γυναίκας του Καίσαρα>, μετακινήθηκαν σε άλλη θέση λούφας ή δεν πάνε καθόλου στη δουλειά τους.
Αυτή εδώ όμως που βλέπεις αντί να γυρίζει εδώ και εκεί κάνει το αυτονόητο: Εργάζεται. Και μάλιστα σε μια δύσκολη δουλειά με αλλοδαπούς κυρίως. Και ξέρεις τι λουλούδια είμαστε οι περισσότεροι.
Άμα έχετε τέτοιες γυναίκες, έστω και λίγες αν και πιστεύω πως είναι πολλές που δεν επιδεικνύονται, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί εκεί υπάρχει η αξιοπρέπεια. Εμείς που πολλές φορές, ατομικά και σαν Λαός, τη στερηθήκαμε , ξέρουμε πολύ καλά την αξία της.
- Άντε τώρα να μη σε χασομεράω, και καλή χρονιά να έχεις .
- Φαλιμεντέρι, μιρου πάφσιμ- ευχαριστώ ώρα καλή- τον αποχαιρέτησα, πάλι με τα λίγα αλβανικά που έμαθα από τα Αλβανάκια στην τάξη.

                                                                 *
Έφυγα σαστισμένος από ό,τι άκουσα για τη γυναίκα του Καίσαρα, του Βουλευτή θέλω να πω. Θα μπορούσε πράγματι να έχει αποσπαστεί σε άλλη θέση με λιγότερη δουλειά. Θα μπορούσε να βρίσκεται τυπικά στο γραφείο του άντρα της και στην ουσία οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί. Θα μπορούσε να λουφάρει όπως λέμε. Τα βράδια να τη βλέπουμε στις κοσμικές δεξιώσεις και τα μεσημέρια να πίνει καφέ στην πλατεία. Αυτή όμως έμεινε εκεί. Δε την θάμπωσε τίποτα. Έμεινε απλή, ευγενική, εργατική, αξιοπρεπής. Μια καλή κυρία, αξιοζήλευτη επιστήμων, φιλόξενη υπάλληλος, υπέροχη μητέρα και παράλληλα γυναίκα του Καίσαρα.
Παράδειγμα προς μίμηση.

                                                                 *

Λέγεται ότι : «κανείς Αλέξανδρος χωρίς τον Φίλιππο».
Εμείς χωρίς καμιά απολύτως διάθεση υποτίμησης της αξίας του Καίσαρα, που υπαρκτή είναι και πολύ σημαντική, με αυτές τις λίγες λέξεις υποκλινόμαστε στη Γυναίκα του Καίσαρα.
Που, και φαίνεται και είναι άξια.
                                                                 *
Υπάρχουν λοιπόν αισιόδοξα μηνύματα.
Μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο. Έχουμε τις δυνατότητες.
Χρόνια πολλά και καλά συμπατριώτες.