Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

ΠΕΡΙ ΖΑΚΥΝΘΙΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ

Μερικές φορές με ρωτούν, διάφοροι φίλοι μου που κατάγονται από άλλα μέρη, για να τους δώσω κάποια ξεχωριστά στοιχεία που χαρακτηρίζουν εμάς τους ζακυνθινούς.
Για να ορίσεις όμως κάτι, πρέπει πρώτα να το γνωρίσεις. Όσο το δυνατόν πληρέστερα. Γι αυτό κι εγώ αρχίζω από την ιστορία.

Το ότι είμαστε συνονθύλευμα πληθυσμών από όλες τις γύρω περιοχές της Μεσογείου, είναι προφανώς γνωστό. Όταν πρωτοήρθαν οι βενετσιάνοι στη Ζάκυνθο, ο πληθυσμός ήταν ελάχιστος.  Όμως, όταν οργανώθηκε αμυντικά το νησί, άρχισαν να συρρέουν εδώ πολλοί άνθρωποι, συνήθως κυνηγημένοι από τα μέρη τους ή τυχοδιώκτες με την κυριολεξία του όρου και όχι μόνο. Αυτή η κοινωνία που δημιουργήθηκε, αρκετά ευνομούμενη από τους βενετούς, άρχισε να εργάζεται και να προκόβει. Γιατί είναι αποδεδειγμένο, πως μια πολυπολιτισμική κοινωνία (σαν και της Ζακύνθου σήμερα), σε μια ευνομούμενη πολιτεία (που είναι;), μόνο πρόοδο μπορεί να φέρει στον τόπο.
Για το αίμα μας βέβαια δεν έχω τίποτα να πω, ούτε με ενδιαφέρει. Είμαστε απλά Έλληνες, αφού έχουμε λάβει ελληνική παιδεία.
Όμως αυτοί που έφτασαν και έμειναν εδώ, δημιούργησαν αυτή την πολυπολιτισμική κοινωνία υπό βενετσιάνικη διοίκηση και απέκτησαν γρήγορα ελληνική συνείδηση. Και παρόλο που η ντόπια άρχουσα τάξη των αφεντάδων λίγη ή καθόλου σχέση είχε με την Ελλάδα και τον ελληνισμό, παρόλο που η επίσημα ομιλούμενη γλώσσα ήταν τα βενετσιάνικα ή γαλλικά, εν τούτοις στον πολύ κόσμο εσφυρηλατείτο η ελληνική  συνείδηση, ιδιάζουσας θα έλεγα μορφή μερικές φορές.
Δεν είναι όμως εύκολο μέσα σε λίγες γραμμές να πούμε όσα πρέπει για την πολυκύμαντη ιστορία του τόπου. Εξάλλου την έγραψαν με τον ένα ή άλλο τρόπο άλλοι.

Από όσα έχω διαβάσει, υπήρξαν αρκετοί που προσπάθησαν να δώσουν το στίγμα εμάς των ζακυνθινών. Αυτοί ήταν συνήθως γόνοι αφεντάδων, αστοί της Χώρας ή και των Αθηνών, που όμως λίγη σχέση είχαν με τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, κυρίως της υπαίθρου.
Και έδωσαν ένα στίγμα ανακριβές και προσβλητικό, προβάλλοντας μόνο τα αρνητικά στοιχεία του ζακυνθινού, που παρουσιάζεται τελικά ως γραφικός στις διηγήσεις μεταξύ των αστών.

Υπάρχουν και άλλοι που κατάφεραν να προσεγγίσουν σε αρκετά μεγάλο βαθμό τον τύπο του ζακυνθινού, αν και περιορίζονται σε μια μόνο πλευρά του χαρακτήρα του.
Αφηγείται λοιπόν ο Δ. Ρώμας κάποια, δήθεν, ιστορία.
Τα πρώτα χρόνια, λέει, της ελληνικής ανεξαρτησίας, κάποιος σπουδαίος αξιωματούχος είχε έρθει στο νησί, με μεγάλη συνοδεία. Έξω από το κτίριο που κατέλυσε στεκόταν ευθυτενής ένας μουστακοφόρος φρουρός από τον Μωριά. Ήταν ντυμένος με μεγαλόπρεπη στρατιωτική στολή, πιστόλα, σπάθα, πλουμίδια κ.λ.π. Στη μέση του είχε μια ζώνη που έδενε με μεγάλη εντυπωσιακή αγκράφα.
Τον πλησιάζει, το λοιπόν, ο ζακυνθινός, τον χαιρετάει αποκαλώντας τον στρατηγό και αρχίζει να θαυμάζει και να εκθειάζει την υπέροχη, όπως λέει, στολή του. Σε όλες τις ερωτήσεις , ο μωραΐτης φρουρός απαντά τυπικά και με το ανάλογο στρατιωτικό ύφος. Στο τέλος ο ζακυνθινός του ζητάει να ασπαστεί την απαστράπτουσα αγκράφα της ζώνης του. Ο φρουρός κατ’ αρχήν αρνείται. Τον πείθει όμως ο ζακυνθινός, ο οποίος αφού σκύβει και με μεγάλη ευλάβεια ασπάζεται, σαν κόνισμα, τη ζώνη του φρουρού, σηκώνεται αργά όρθιος, ευχαριστεί το φρουρό για την ευγενική προσφορά του και φεύγοντας τον αποχαιρετά:  «Φχαριστώ αφέντη μου. Να είσαι πάντα καλά. Και να μας αξιώσει ο Θέος να μας ξανάρθεις και τσι αποκρές. Να σε δούμε και στα καρναβάλια».
Αυτά γράφει ο Ρώμας, μέσα σε κάποιο χρονογράφημά του σε Αθηναϊκή εφημερίδα την δεκαετία του 50.

Υπάρχουν όμως και άλλες πλευρές του χαρακτήρα των ζακυνθίων, πέραν του καλαμπουριού και της περιπαικτικής διάθεσης που πράγματι τους διακρίνει.
Αυτές οι πλευρές δεν προσεγγίζονται όπως πρέπει στις σχετικές αναφορές, διότι έχουν να κάνουν με χαρακτηριστικά που απαντώνται κυρίως στους κατοίκους της υπαίθρου.
Αυτό, πιστεύω, είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης και της απόστασης που υπήρχε ανάμεσα στους χωραΐτες και τους Χωριάτες, η οποία και στις μέρες μας ακόμη, είναι υπαρκτή.
Εγώ σήμερα θα αναφέρω όχι παραμύθια, αλλά δυο ιστορικά στοιχεία, που θα συμβάλλουν και αυτά στη διαμόρφωση γνώμης, για το τι είδους άνθρωπος είναι τέλος πάντων ο ζακυνθινός, ή μάλλον για το ποιος ήταν, γιατί σήμερα θα ήταν πολύ δύσκολος ένας σαφής ορισμός, αν και πιστεύω απόλυτα αναγκαίος.

Διαβάζω λοιπόν στην «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως» του Γεωργίου Φίνλεϋ, τόμος πρώτος, σελίδα 269 , σε μια έκδοση της Βουλής των Ελλήνων:
Γίνεται αναφορά στον πρώτο χρόνο της ελληνικής επανάστασης, όπου μετά από μια ατυχή για τους Έλληνες εχθροπραξία στο Γαλαξίδι, οι νικητές πήραν μαζί τους τη λεία : «τριάκοντα τέσσερα βρίκια και γολέτται ευρέθησαν ετοιμόπλοα και απεκομίσθησαν υπό των Τούρκων».
Μετά  ο στόλος του Τούρκου καρά Αλή, μαζί με τα λάφυρα, αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την πορεία όμως της επιστροφής, διωκόμενος συνεχώς υπό του ελληνικού στόλου αλλά αρνούμενος να έλθει σε απευθείας σύγκρουση, αναγκάστηκε να προσεγγίσει την αγγλοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο, για να βρει καταφύγιο και να «λάβει ειδήσεις». Τότε «εν Αλγερινόν βρίκιον» με το πλήρωμά του «προσώκειλαν παρά το νότιον ακρωτήριο της Ζακύνθου». Επακολούθησε μάχη μεταξύ του πληρώματος και των ντόπιων κατοίκων. Το γεγονός αντιλήφθηκαν οι Άγγλοι που διοικούσαν τότε το νησί, τηρώντας (δήθεν) ουδετερότητα έναντι των Ελλήνων και Τούρκων και έστειλαν στρατιώτες για την παύση των εχθροπραξιών και την τήρηση της τάξης.
Οι ντόπιοι κάτοικοι αν και «διετάχθησαν ν’ αποσυρθώσιν, ηρνήθηκαν και εξακολουθούντες να επιτίθενται κατά των Τούρκων, τάχιστα ήρθον εις σύγκρουσιν προς τους Άγγλους…..οι Ζακύνθιοι αμέσως απήντησαν πυροβολήσαντες κατά των στρατιωτών. Οι Άγγλοι εβιάσθησαν να υποχωρήσωσιν εις γείτονα οικίαν, αφήσαντες έναν νεκρόν οπίσω των.Η οικία επολιορκήθη και ο ακροβολισμός εξηκολούθησε μέχρι που ήλθε νέο στράτευμα. Εκ των ζακυνθίων έπεσον δυο, καθώς οι στρατιώται εβίαζον τον δρόμον των προς την οικίαν, και το σώμα του Άγγλου στρατιώτου, όστις έπεσεν εις χείρας των Ζακυνθίων, κατεκερματίσθη μετά φοβερής αγριότητος προς εκδίκησιν της απώλειας ταύτης».
Και συνεχίζει πάρα κάτω, ο Εγγλέζος – το τονίζω- αφηγητής: «ο θάνατος των δυο Ιονίων επροξένησεν μεγάλην εχθροπάθεια μεταξύ των Ελλήνων και των Άγγλων εις τας Ιονίους νήσους. Οι επτανήσιοι ισχυρίζοντο ότι η ουδετερότης, την οποίαν ετήρουν οι Άγγλοι, έπρεπε να τους εμποδίσει να παρεμβώσιν  εις την μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων μάχη……».
Επειδή οι Άγγλοι εθεώρησαν την πράξη των Ζακυνθίων «ασυλόγιστον επίθεσην κατά των υπηκόων φίλης δυνάμεως, ζητούντων προστασίαν επί ουδετέρου εδάφους. Ο στρατιωτικός νόμος εκηρύχθη. Πέντε Ζακύνθιοι εδικάσθησαν επί πυροβολήσει κατά των αγγλικών στρατευμάτων, κατεδικάσθησαν, κ’ εθανατώθησαν. Προκήρυξις εδόθη υπό του λόρδου αρμοστού, απαγορεύουσα τον είσπλουν είτε Οθωμανικού είτε Ελληνικού πλοίου εις πάντα Ιόνιον λιμένα, εκτός αν ήθελε παρασυρθεί υπό τρικυμίας».   Κατόπιν « ο καρά Αλής, όστις δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύση να χάση καμμίαν από τας λείας του , παρεσύρθη οπίσω εις Ζάκυνθον, όπου επεβίβασε τους επιζώντας εκ του πληρώματος του αλγερινού βρικίου, και τέλος ανήχθη με ούριον άνεμον, όστις τον έφερεν σώον δια του Αιγαίου….».
Αυτό ήταν το ένα ιστορικό γεγονός, από το οποίο ο καθένας μας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Τώρα το δεύτερο ιστορικό στοιχείο.
Αντλώ από το βιβλίο του Α. Στασινόπουλου με τίτλο «ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», τόμος δεύτερος, σελ. 292,   έκδοση «Δεδεμάδη».
Είναι περιγραφή, μιας φάσης της, πολύ σημαντικής για τη πτώση της Τριπολιτσάς, μάχη της Γράνας, η οποία γίνεται από τον Φωτάκο, τον υπασπιστή του Θ. Κολοκοτρώνη. Τη μεταφέρω αυτούσια.
«Επλησίασε λοιπόν το Τουρκικό σώμα την Γράνα, καθώς ήρχετο και δεν εφαίνετο τίποτε άλλο παρά ζώα φορτωμένα με δεμάτια σιτάρι, κριθάρι, βούτυρον, και ό,τι άλλο είχον πάρει λάφυρον. Εδοκίμασαν τότε ούτω να περάσουν, αλλά δεν εμπόρεσαν, διότι οι Έλληνες τους επερικύκλωσαν ολοτρόγυρα και οι Τούρκοι εβιάσθησαν να ανοίξουν και άφησαν όλα τα φορτηγά ζώα καθώς ήταν φορτωμένα έμπροσθεν της Γράνας. Οι καβαλαραίοι τουφεκιζόμενοι και τουφεκίζοντες τους Έλληνες επήδησαν την Γράναν και έτρεξαν να υπάγουν εις την Τριπολιτσάν. Οι δε πεζοί Τούρκοι, αφού και αυτοί ήρθαν να περάσουν την Γράναν, επιάσθηκαν με τους Έλληνες χέρια με χέρια, άνθρωπος με άνθρωπον, και όποιος εδύνατο τον άλλον τον εσκότωνε.
Τότε οι ευρεθέντες εκεί Ζακύνθιοι εστέκοντο ορθοί εις το κεφάλι της Γράνας κατά το μέρος του βουνού Μύτικα, και επολεμούσαν φωνάζοντες ούτως : “Αγά, κράτα το κεφάλι σου, Αγά κράτα το φέσι σου, Αγά βάστα καλά το διάβολο της κεφαλής σου”, και εννοούσαν το κεφαλόδεμα της κεφαλής των.
Αυτοί έκαμαν πολύν φόνον εις τους Τούρκους, διότι ήσαν συνηθισμένοι στο τουφέκι ως κυνηγοί. Όποιος δεν τους είδε και δεν τους άκουσε τότε, τίποτα δεν γνωρίζει από τα αστεία του κόσμου. Εγώ ετραβήχτηκα με το άλογόν μου οπίσω από τους Ζακυνθίους και επαρατηρούσα όλους τους Έλληνες, οίτινες έγιναν ένα πράγμα με τους Τούρκους. Τα έχασα ως ασυνείθιστος και έμεινα με το στόμα ανοικτόν…..», καταλήγει ο Φωτάκος, ομολογώντας με ειλικρίνεια πως τα έχασε με ό,τι έβλεπε, στεκόμενος θεατής των γεγονότων.

Παλικάρι, λοιπόν, ο ζακυνθινός. Δεν υπολογίζει εξουσίες και κινδύνους. Πολλές φορές φτάνει στα όρια της υπερβολής και του παραλόγου. Θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή όλων των εθνικών αγώνων. Θα πολεμήσει σκληρά, με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Θα παλέψει όρθιος και με πείσμα. Ποτέ δε θα εγκαταλείψει αυτή  την  ξεχωριστή  σκωπτική του συμπεριφορά που τον διακρίνει. Και ποτέ, μα ποτέ, δε θα ξεχάσει πως είναι Ζακύνθιος.
Εξάλλου, «τι άλλο θα μπορούσε να’τανε;».

Θοδωρής Πομόνης
Κάτω Γερακαριό
Δεκ. 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: