Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΑΝΑΓΚΗ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ (ποιος θα την κάνει;)




Τούτες τις μέρες δε μπορώ να ησυχάσω και δυσανασχετώ. «Νοιώθω κάτι σαν πόνο, στην καρδιά στο μυαλό…..» Κάτι σαν θλίψη ή και χαρά.  Επιστροφές κάνω στο παρελθόν, ποιήματα και κείμενα ξαναξεσκονίζω κι με ονείρατα παράξενα ταξιδεύω.
Νοιώθω το τέλος να πλησιάζει. Όχι βέβαια το δικό μου. 

Φταίει σίγουρα το νταβαντούρι της προεκλογικής περιόδου.
Με όλες  τις   «προεκτάσεις. …..
αυτή η γοητευτική ασάφεια που υποβάλλει,
 δεύτερα πλάνα και απρόσμενες προοπτικές,
 που θέτει θέματα ερμηνείας, συζητήσεων
υποδηλώνει δομές και αποκαλύπτει ουσίες.» (1)

 Φταίει ίσως και η απέραντη αγαλλίαση που με διακατέχει ,αφού πλέον μπορούμε να δανειζόμαστε ελεύθερα από τις αγορές. Είναι βλέπετε το προωθούμενο νέο όραμα για τις νέες γενιές: να μπορούν να δανείζονται. Αυτό θα πει ελευθερία. Και ας μας κλέβουν τους μισθούς και τις συντάξεις μας για να τα μοιράζουν σε υποψήφια θύματά τους. ΚΙ ας μοιράζουν ψεύτικα λαχεία για μελλοντικές κληρώσεις.

Φταίει βέβαια και η άνοιξη που με παρασέρνει. Όπου μου θυμίζει συχνά  πως, τέτοιες μέρες,  ένας θάνατος μετράει πολύ. Μέχρι «χίλιες φορές». 

Παρακολουθώ τον επερχόμενο θάνατο του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Πασχίζουν, με κάθε τρόπο,  να το κρατήσουν στη ζωή οι κάθε είδους παρατρεχάμενοι  κηδεμόνες του.  Και το κάνουν όχι γιατί το σέβονται και το πονούν. Εξάλλου ποτέ δεν το σεβάστηκαν.  Το κάνουν γιατί το τέλος του, θα σημάνει και το δικό τους τέλος. 

Γεννήθηκε στις τρεις του Σεπτέμβρη του ’74, Ήταν ένας ερχομός που πολλοί τον περίμεναν. Αναπτέρωσε ελπίδες για αλλαγή στη ζωή μας. Για καλύτερες ημέρες.
Έκανε συγκρίσιμα πολλά πράγματα, φαινομενικά ξένα μεταξύ τους.
Αρχίσαμε να αναπλάθουμε τον εαυτό μας, σύμφωνα με τα όνειρά μας. Όνειρα δεκαετιών ανεκπλήρωτα.
Ο δημιουργός του ήταν ένας μεγάλος  «καλλιτέχνης», σε διαρκή αναζήτηση πηλού.  Αμφιλεγόμενος για αρκετούς. Αλλά μεγάλος για τους περισσότερους. 

Πέρασαν τα χρόνια και το τότε παιδί, ενηλικιώθηκε, μεγάλωσε, μεσουράνησε, γέρασε κι αρρώστησε βαριά. Ανέλαβαν άλλοι την κληρονομιά και την κηδεμονία του. Θλιβερά υποκατάστατα ερίζουν πάνω από το επερχόμενο πτώμα. Το κρατούν με κάθε μέσο στη ζωή. Κάνουν ό,τι μπορούν, παρόλο που το τέλος είναι τόσο βέβαιο.  Δεν έχει σημασία γι αυτούς  η ηθική και η νομιμότητα, που ποτέ δε διέθεταν σε επάρκεια. Εμπορεύονται ιδέες που ποτέ δε πίστεψαν, ξεθάβουν νεκρούς που ποτέ δεν έκλαψαν, καθυβρίζουν τους διαφωνούντες, αλλάζουν σημαίες.
Το σύνθημα «ο Λαός δεν ξεχνά……» το μετέτρεψαν στο «ο Λαός πρέπει να ξεχνά….»
Μοιάζουν με εκείνους  που κρατούν τον συγγενή τους με τεχνητά μέσα στη ζωή, για να καρπούνται τη σύνταξή του και την όποια κληρονομιά του.

Κάπου εκεί, τον τελευταίο καιρό, άρχισε να ξυπνάει από το βαθύ ύπνο του ο κληρονόμος. Ο γιός του μεγάλου ιδρυτή.
Τον θορύβησαν ίσως τα κακά μαντάτα. Είδε πως κατάντησε το πάλε ποτέ κραταιό δημιούργημα του πατέρα του. Πως το κατάντησαν δηλαδή.
Και κάποια ημέρα, θα του μύρισε λιβάνι φαίνεται, έβγαλε μια κραυγή:
« Ποιος γέμισε
 το σπίτι μου σταυρούς;
ποιος κρέμασε
 καντήλια στο ταβάνι;»  . (2)
Μετά σταμάτησε , δεν τον ξανακούσαμε άλλο. Ποιος ξέρει τι όνειρα βλέπει και τι σκέφτεται να πράξει. Αν ποτέ μπορούσε να σκεφτεί.
Όμως το μόνο που του μένει να κάμει είναι να αναλάβει αυτός την ευθύνη της ευθανασίας.
Να «σκοτώσει» ο ίδιος το μεγάλο δημιούργημα του πατέρα του. Να μην  αφήσει να το εξευτελίζουν  περισσότερο.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρέπει να πεθάνει, σαν άλλη Κλυταιμνήστρα , από το παιδί του. Αυτό πρέπει να το κάμει ένας Παπανδρέου. Δηλαδή ο  Γιώργος.
Να υπογράψει το τέλος. Να αποχαιρετίσει  με αξιοπρέπεια και θάρρος «την Αλεξάνδρεια που χάνει» . Δεν του άξιζε. Πάντως ο  ίδιος και ο πολύς κόσμος θα θυμούνται το «ταξίδι».

Πολλοί θα κλάψουν. Πρώτα ο πατέρας του. Που αν γυρνούσε και έβλεπε που το κατάντησαν το δημιουργημά του, θα φώναζε σε όσους ευθύνονται γι αυτό το κατάντημα, σε όλα τα κάθε είδους λαμόγια, με εκείνη τη βραχνή,  ξεχωριστή φωνή, όπως τότε… στις εξέδρες και τις πλατείες, με τις λαοθάλασσες του κόσμου….
 Ε!!!,  εσείς , « αυλικοί,
 άθλια και  καταραμένη ράτσα!
Σε ποια τιμή πουλήσατε το βιός μου;»(3)  
 Και κάτω ο Λαός , ο προδομένος, με απέραντη  θλίψη, σαν άλλος βασιλιάς Ληρ που έπρεπε να γεράσει για να φρονιμέψει,   θα θυμίζει τραγουδώντας  προς όλους αυτούς τους λαμογιο-αυλικούς:   
«Γλύψατε πιάτα έναν καιρό
και τώρα στο Λαό τα παρατάτε.
Τα παπούτσια σας ελιώσαν στο χορό
ξυπόλητοι πια πάτε» .

(1) Μ. Αναγνωστάκη: «Κριτική»
(2) Ζαχ. Στουφή : «ονειροπληξία»
(3) Βερντι:  Ριγκολέτο, πράξη 2η 

Θ. Πομόνης
Απρίλης 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: