Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Το αφεντολόι της Ζακύνθου και οι «παλιές καλές μέρες»




Αιτία για τις σκέψεις και προβληματισμούς που παρακάτω παραθέτω, στάθηκε η ολιγόμηνη παραμονή στη Ζάκυνθο για δουλειά κάποιου φίλου. Ενός αξιόλογου ανθρώπου από την «άλλη Ελλάδα», που γνώριζε πολύ καλά τα του τόπου μας, την ιστορία μας, την κουλτούρα μας. Που γνώριζε όλους τους αξιόλογους ζακυνθινούς του πνεύματος και όχι μόνο. Που θαύμαζε το Σολωμό και δήλωνε φανατικός θαυμαστής του Κάλβου.
- Ευτυχώς που είμαστε και εμείς οι «ξένοι», όπως συνηθίζετε να μας ονομάζετε, και κρατάμε ψηλά στη συνείδηση των Ελλήνων το έργο του Κάλβου, μου έλεγε συχνά. Γιατί είμαι βέβαιος πως αν πάρουμε δυο ίσα δείγματα πληθυσμών, ένα από ζακυνθινούς και ένα από άλλο μέρος της Ελλάδας και τους ρωτήσουμε να μας πούνε δυο λόγια για τον Κάλβο, λυπάμαι που το λέω αλλά θα βρεθείτε, οι Ζακυνθινοί, σε πολύ μειονεκτική θέση. Για να μη μιλήσω για τον Τερτσέτη ή το Φώσκολο.
- Και τους άλλους επιφανείς Ζακυνθίους δηλαδή, τον διέκοπτα  σαν ήθελα να τον εκνευρίσω.
Τότε ήταν που άρχιζε ο χειμαρρώδης λόγος του, απλός με επιχειρήματα και πολλά προς εμένα ερωτήματα.
- Καλά φίλε μου, με ρωτούσε όλο απορία,  για ποιους επιφανείς Ζακυνθινούς μιλάτε; Μήπως για τον Τερτσέτη που έσωσε  κάποτε την τιμή του Ελληνικού Έθνους, δείχνοντας τι θα πει ελεύθερος νους και ανθρώπινη αξιοπρέπεια;
Μήπως για τον Φώσκολο πούχε μάνα Ζακυνθινιά, Πηγαδακιώτισσα, που βοήθησε τον Κάλβο στα δύσκολά του χρόνια, που τίμησε τον τόπο σας, αλλά εσείς επιδεικτικά και εγκληματικά τον ξεχνάτε; Μήπως το Λομβάρδο, τον Ταβουλάρη, το Ζώη, τον  Κονόμο, αυτούς  που αντιστάθηκαν σε καταχτητές παίζοντας τη ζωή τους κορώνα-γράμματα, ή κάποιον άλλον τέλος πάντων σπουδαίο πατριώτη Ζακυνθινό των τελευταίων 100 χρόνων;
Όχι φίλε μου. Εσείς οι Ζακυνθινοί όταν αναφέρεστε σε επιφανείς Ζακυνθινούς συνήθως τους αφεντάδες έχετε στο νου σας.
Για πές μου όμως, αλήθεια, τι έχουν προσφέρει όλοι αυτοί στον τόπο τους; Εδώ γέμισαν οι δρόμοι από ονόματά  τους, φέρει ειπείν, κάνατε μουσεία με τις οικοσκευές τους, διαφημίζετε τ’ αρχοντόσπιτά  τους, καμαρώνετε για τα «καζίνο» τους, διαλαλείτε τα καμώματά τους.
Και επιμένω να μου πεις εσύ ή κάποιος άλλος: Τι έχουν προσφέρει όλοι αυτοί στη Ζάκυνθο;;;     
                                                            *
Εκεί είναι που έμενα σύξυλος. Όχι μόνο διότι στερούμε ισχυρών επιχειρημάτων περί του αντιθέτου, αν και έχω στη βιβλιοθήκη μου όλα σχεδόν τα βιβλία του Δ. Ρώμα και πάνω από μια φορά διαβάσει, αλλά είχα να κάνω και με σοβαρό συνομιλητή, ο οποίος κατάγεται από τόπο που έβγαλε πλήθος ευεργετών.
Δεν είχε όμως καθόλου άδικο ο φίλος μου.
Όλο αυτό το αρχοντολόι της Ζακύνθου ρούφηξε το αίμα του λαού μας, για να κάμει τον δικό του πλούτο, που τον ξόδεψε αποκλειστικά για πάρτη του.
Δεν ήταν σαν τους άλλους πλούσιους Έλληνες της άλλης Ελλάδας. Υπήρχαν βέβαια και εκεί τα πλούσια και μεγάλα σόγια, που οι περισσότεροι όμως ήταν αυτοδημιούργητοι.
Τοσίτσας, Χατζηκώνστας, Καπλάνης, Ζωσιμάδες και τόσοι άλλοι. Μπορεί να ήταν πλούσιοι, αλλά φρόντιζαν για τον τόπο τους, για τη πατρίδα τους. Με έργα, όχι με κούφια λόγια και ανούσιες μπαρτζολέτες.
Ονειρεύτηκαν, αυτοί οι ευεργέτες, σχολεία, βιβλιοθήκες, νοσοκομεία, γηροκομεία. Πίστευαν στην πατρίδα τους, πονούσαν το Λαό της, αγαπούσαν τους ανθρώπους.
Και όταν τους δόθηκε η ευκαιρία, πρόσφεραν στον τόπο τους.
Φρόντισαν να μορφωθούν τα παιδιά του φτωχού Λαού σε σχολεία που έχτισαν, να βρουν φροντίδα τα ορφανά στα ορφανοτροφεία και οι ανήμποροι απόκληροι της ζωής στα γηροκομεία που δημιούργησαν, να σπουδάσουν οι νέοι στα πανεπιστήμια.

Εδώ στη Ζάκυνθο, κανένας τους, από όλο γενικά το αρχοντολόι, δεν πρόσφερε τίποτα στον τόπο μας. Ό,τι ελάχιστο πρόσφεραν, κυρίως τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην άλλη Ελλάδα, το έπρατταν από  ιδιοτέλεια, για να διαφυλάξουν τα πλούτη και τα προνόμιά τους, που θα τα έχαναν αν ο Τούρκος πατούσε το νησί μας.
Ένα απόλυτο μηδενικό η προσφορά τους. Μόνο κακό έκαναν στον τόπο.
Έμεναν εκτός Ζακύνθου τον περισσότερο καιρό και έρχονταν στο νησί για να εισπράξουν και να τους υποβάλλουν οι ποπολάροι τα σέβη τους.
Στην άλλη Ελλάδα οι προύχοντες είχαν κάτι κοινό με τους υπόλοιπους ραγιάδες.  Γλένταγαν μαζί τους στις γιορτές, είχαν κοινή θρησκεία, είχαν κοινό καταχτητή τον Τούρκο και μίλαγαν την Ελληνική γλώσσα.
Εδώ οι αφεντάδες, όλοι ανεξαιρέτως, θεωρούσαν τον τόπο τους ως τόπο προσκυνήματος της μεγαλειότητάς  τους από τον κοσμάκη. Έναν κόσμο που υποτιμούσαν, χλεύαζαν, αδικούσαν. Ούτε τη γλώσσα τους, την Ελληνική, δεν τιμούσαν στις συζητήσεις τους. Παρίσταναν τους θεοσεβούμενους, μα δεν είχαν το Θεό τους. Εμπορεύτηκαν τα ιερά και όσια. Δε δούλεψαν, αλλά κατέστρεψαν, βεβήλωσαν, λήστεψαν, πρόσβαλλαν, απαξίωσαν, ειρωνεύτηκαν, γκρέμισαν, πρόδωσαν τον τόπο τους. Και καθόριζαν πολλές φορές την τύχη μας από τα σαλόνια των Αθηνών, όπως συνέβη στην ανοικοδόμηση της μετασεισμικής Ζακύνθου, προσποιούμενοι πως αγαπάνε το νησί και φροντίζουν για το καλό μας.
                                                          *
Τέτοιες συζητήσεις έκανα με το φίλο μου και παρόμοιες σκέψεις πέρναγαν στο μυαλό μου.
Σαν έφυγε κάποτε από το νησί, του έκανα δώρο το βιβλίο του Άγγελου Σουμάκη  «Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων», που περιγράφει τα γεγονότα εκείνης της επανάστασης, μα ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν αφού το δέχτηκε με ευγένεια και με ευχαρίστησε, μου έκαμε γνωστό πως το έχει διαβάσει και αυτό το βιβλίο.
                                                       *
Τώρα σκέφτομαι ακόμα τις ακούραστες εκείνες πολύωρες συζητήσεις.
Και οργίζομαι, όταν κάποιοι θεωρούν πως όλοι οι ζακυνθινοί, κυρίως οι νέοι μαθητές, πρέπει να επισκέπτονται και να θαυμάζουν τα διάφορα μουσειακά εκθέματα του παλιού- αρχοντολογιού της Ζακύνθου και που κακολογούν εμάς τους εκπαιδευτικούς που δεν πηγαίνουμε τους μαθητές μας εκεί για να τα «θαυμάσουν».
Που, γι αυτούς, παλιά Ζάκυνθος, Ζακυνθινή κουλτούρα, ήθη, έθιμα, συμπεριφορές, πολιτισμός, είναι ό,τι έχει σχέση με τους αφεντάδες.
Που χωρίς αυτούς δεν έχουμε λόγο πολιτιστικής (και όχι μόνο ;) ύπαρξης.
Και οργίζομαι διπλά, κι είναι η αφορμή για τούτες τις γραμμές, όταν από τα μεγάφωνα της πόλης, σήμερα τον 21ο αιώνα και την περίοδο των απόκρεω, με στόμφο διαλαλούνται και παρουσιάζονται συνήθειες και καμώματα εκείνου του καιρού, που για 300 περίπου χρόνια είμαστε υπόδουλοι στους Βενετσιάνους και τους αφεντάδες συμμάχους τους, και προτρέπονται οι Ζακυνθινοί  (από ποιους αλήθεια ;) να διασκεδάσουμε, καρναβάλι που είναι, να ευθυμήσουμε και :  «να θυμηθούμε εκείνες τις παλιές καλές μέρες»……………
Τρομάρα μας!!!.
Θοδωρής Πομόνης / Κάτω Γερακαριό

Δεν υπάρχουν σχόλια: